- παιδιάτικος
- και παιδιάστικος, -η, -ο1. αυτός που αρμόζει σε παιδί, χαρακτηριστικός παιδικής ηλικίας, παιδαριώδης, παιδιακήσιος2. παιδικός.επίρρ...παιδιάτικα και παιδιάστικαμε παιδικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + κατάλ. -ά(σ)τικος (πρβλ. κυριακ-άτικος)].
Dictionary of Greek. 2013.